- κριός
- I
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου.II(Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, ο πρώτος της ζωδιακής ζώνης. Σήμερα το ζώδιο του Κ., εξαιτίας του φαινομένου της μετάπτωσης, βρίσκεται στη θέση του επόμενου ζωδίου, των Ιχθύων. Ο αστερισμός του Κ. δεν περιλαμβάνει εξαιρετικά λαμπρούς αστέρες. Ο λαμπρότερος είναι ο α Κ., αστέρας 3ου μεγέθους. Ο Κ. κατά την ελληνική μυθολογία συμβολίζει το χρυσόμαλλο δέρας, για την απόκτηση του οποίου οργανώθηκε η Αργοναυτική εκστρατεία. Διεθνώς ονομάζεται Aries με σύμβολο Ari.III
Από τον Κριό, τον πρώτο αστερισμό του ζωδιακού κύκλου, περνά ο Ήλιος στις αρχές Απριλίου.
Όνομα μυθολογικών προσώπων.1. Ένας από τους Τιτάνες. Βλ. λ. Κρείος ή Κρίος ή Κριός.2. Βασιλιάς της Εύβοιας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Απόλλων σκότωσε τον γιο του επειδή έκλεψε τους θησαυρούς του Μαντείου των Δελφών.3. Μάντης από τη Σπάρτη, γιος του Θεοκλή. Σύμφωνα με την παράδοση, έδωσε συμβουλές στους Δωριείς, κατά την κάθοδό τους, για την κατάληψη της Σπάρτης.4. Παιδαγωγός του Φρίξου. Σύμφωνα με τη μυθολογία, όταν πληροφορήθηκαν τα σχέδια της Ινούς, μητριάς του Φρίξου, έφυγαν μαζί για την Κολχίδα.IVΥδάτινο ρεύμα του νομού Αχαΐας στο βορειοανατολικό άκρο του. Σχηματίζεται στις βόρειες απολήξεις του Χελμού και καταλήγει στον Κορινθιακό κόλπο, προς τα Α της Αιγείρας.* * *ο (AM κριός)1. κριάρι2. ονομασία τού πρώτου αστερισμού στον ζωδιακό κύκλο3. φρ. «πολιορκητικός κριός» — είδος πολεμικής μηχανής κατάλληλης να γκρεμίζει μέρος τών τειχών ή να ανοίγει ρήγματα(«ὁ δὲ Κῡρος μηχανὰς ἐποιεῑτο καὶ κριούς», Ξεν.)νεοελλ.φρ. «υδραυλικός κριός» — είδος αντλίας που χρησιμοποιείται για την ανύψωση τού νερού σε ύψος μεγαλύτερο από εκείνο που θα επέτρεπε η διαθέσιμη πίεσηαρχ.1. ονομασία θαλάσσιου κήτους2. είδος μαλακοστράκου3. ο κοχλίας τού κορινθιακού κιονοκράνου4. τμήμα αρδευτικού συστήματος5. είδος ρεβιθιού6. είδος πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κριός < *κρι-Fοςη λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *ker-ә- «κέρατο, κεφαλή», οπότε συνδέεται με τη λ. κέρας* και με γερμ. λ. δηλωτικές άλλων ζώων που έχουν κέρατα (πρβλ. λατ. ceruos, γερμ., αρχ. νορβ. hreinn, αγγλοσαξ. hran «τάρανδος»). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με βαλτοσλαβικές λ. με σημ. «γαμψός, κυρτός», πρβλ. λιθουαν. kreivas «κυρτός», αρχ. σλαβ. krivŭ «σκολιός» (πρβλ. κροιός), οπότε το ζώο θα έλαβε την ονομασία του από το σχήμα τών κεράτων του. Η άποψη, τέλος, κατά την οποία η λ. με σημ. «ρεβίθι» συνδέεται με λατ. cicer «ρεβίθι» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kiker- «μπιζέλι» δεν φαίνεται πιθ., ενώ πιο πιθ. είναι ότι έλαβε τη σημ. αυτή λόγω τού κυρτού σχήματος τού λοβού τού ρεβιθιού.ΠΑΡ. αρχ. κριώ, κριώδης, κρίωμα, κριωπός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κριοκέφαλος, κριόμορφοςαρχ.κριοβόλος, κριοδόχη, κριοειδής, κριοκέρατος, κριοκοπώ, κριοκρούω, κριομαχώ, κριόμυξος, κριοπρόσωπος, κριόπρωρος, κριόστασις, κριοτάφος, κριοφάγος, κριοφόροςμσν.κριομύξης. (Β' συνθετικό) αρχ. αντίκριος].
Dictionary of Greek. 2013.